Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



στροφή, η
στρο-φή ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της στροφής - των στροφών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στην επόμενη στροφή θα δείτε ένα περίπτερο.
Σχετικές λέξεις:  στρέφω
turn
 


 2. Ζαλίστηκα, γιατί ο δρόμος είχε πολλές στροφές.
turn
 


 3. Το μηχανάκι πήρε απότομα τη στροφή και κόντεψε να βγει από το δρόμο.
corner
 


 4. Αυτό το παιδί είναι πολύ έξυπνο. Το μυαλό του παίρνει στροφές.
be quick