Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σύνθεση, η
σύν-θε-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της σύνθεσης - των συνθέσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Φέτος θα αλλάξει η σύνθεση της ομάδας, γιατί θα φύγουν δύο παίκτες.
Σχετικές λέξεις:  φωτοσύνθεση
composition
 


 2. Και τώρα θα ακούσουμε μια σύνθεση κλασικής μουσικής.
composition
Παράγωγα:  συνθέτης