Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



συνθέτης, ο
συν-θέ-της ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του συνθέτη - των συνθετών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο Μπετόβεν ήταν διάσημος Γερμανός συνθέτης.
Σχετικές λέξεις:  σύνθεση
composer
 


 2. Δες το θηλυκό: συνθέτρια.