Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σφίγγω
σφίγ-γω ρήμα



Αόριστος: έσφιξα
Μετοχή: σφιγμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Αυτό το παντελόνι μού είναι στενό. Με σφίγγει στη μέση.
Σχετικές λέξεις:  σφιχτός σφιχτά
be too tight
σφίγγω


 2. Το μωρό σφίγγει το χέρι της μαμάς του.
clutch on to
 


 3. Δες: σφίγγομαι.