Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σφιχτός, -ή, -ό
σφι-χτός επίθετο



αρσενικό: ο σφιχτός
θηλυκό: η σφιχτή
ουδέτερο: το σφιχτό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το δαχτυλίδι με ενοχλεί, γιατί είναι πολύ σφιχτό.
Συνώνυμα:  στενός
Σχετικές λέξεις:  σφιχτά σφίγγω
tight
 


 2. Το Πάσχα βάφουμε σφιχτά αβγά.
hard boiled
Αντώνυμα:  μελάτος