Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τετράφυλλος, -η, -ο
τε-τρά-φυλ-λος επίθετο



αρσενικό: ο τετράφυλλος
θηλυκό: η τετράφυλλη
ουδέτερο: το τετράφυλλο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τετράφυλλος είναι αυτός που έχει τέσσερα φύλλα.
Σχετικές λέξεις:  τέσσερις φύλλο
four-leaved
 


 2. Η ντουλάπα στο δωμάτιό μου είναι τετράφυλλη. Δηλαδή, έχει τέσσερις πόρτες.
four-doored