Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αποκοιμιέμαι
α-πο-κοι-μιέ-μαι ρήμα



Αόριστος: αποκοιμήθηκα
Μετοχή: αποκοιμισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η αδελφή μου αποκοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση.
Σχετικές λέξεις:  κοιμάμαι
fall asleep
αποκοιμιέμαι


 2. Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, τον βρήκα αποκοιμισμένο πάνω στο βιβλίο.
asleep
 


 3. Δες: αποκοιμίζω.