Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κοιμάμαι
κοι-μά-μαι ρήμα



Αόριστος: κοιμήθηκα
Μετοχή: κοιμισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κοιμάμαι στις εννιά κάθε βράδυ.
Αντώνυμα:  ξυπνάω
Σχετικές λέξεις:  αποκοιμιέμαι
go to sleep
κοιμάμαι


 2. Μην πάρεις τηλέφωνο τέτοια ώρα. Θα κοιμούνται.
be asleep
 


 3. Όταν του μίλησα, ήταν ήδη κοιμισμένος.
asleep
Αντώνυμα:  ξύπνιος