Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τριγωνικός, -ή, -ό
τρι-γω-νι-κός επίθετο



αρσενικό: ο τριγωνικός
θηλυκό: η τριγωνική
ουδέτερο: το τριγωνικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το τριγωνικό τραπέζι ταιριάζει ακριβώς στη γωνία του δωματίου.
Σχετικές λέξεις:  τρίγωνο
triangular