Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



απομακρύνομαι
α-πο-μα-κρύ-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: απομακρύνθηκα
Μετοχή: απομακρυσμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το καράβι απομακρύνθηκε γρήγορα από το λιμάνι.
Αντώνυμα:  πλησιάζω
move away
 


 2. Ήταν πολύ φίλοι, αλλά με τα χρόνια απομακρύνθηκαν.
loose touch
 


 3. Το απομακρυσμένο χωριό αποκλείστηκε από το χιόνι.
remote
 


 4. Δες: απομακρύνω.