Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πλησιάζω
πλη-σι-ά-ζω ρήμα



Αόριστος: πλησίασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Πλησίασα στον πίνακα, για να βλέπω καλύτερα.
move near to
 


 2. Μόλις πλησίασα κοντά του, κατάλαβα ποιος ήταν.
come up to
Αντώνυμα:  απομακρύνομαι
 


 3. Σε λίγο πλησιάζει η ώρα να κάνουμε διάλειμμα.
come close
Συνώνυμα:  κοντεύω