Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φεγγάρι, το
φεγ-γά-ρι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του φεγγαριού - των φεγγαριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Σβήσε τα φώτα, για να απολαύσουμε το φως του φεγγαριού.
Συνώνυμα:  σελήνη
Σχετικές λέξεις:  φέγγω
moon