Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαλασμένος, -η, -ο
χα-λα-σμέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο χαλασμένος
θηλυκό: η χαλασμένη
ουδέτερο: το χαλασμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο ρολογάς επισκευάζει τα χαλασμένα ρολόγια.
Αντώνυμα:  επισκευασμένος
Σχετικές λέξεις:  χαλάω
out of order
 


 2. Ξέχασα να βάλω τα φρούτα στο ψυγείο και τα βρήκα χαλασμένα.
decayed