Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαλάω, -ώ
χα-λά-ω ρήμα



Αόριστος: χάλασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έπαιζα με το ραδιόφωνο και το χάλασα.
Συνώνυμα:  διαλύω
Σχετικές λέξεις:  χαλασμένος
damage
 


 2. Το αυτοκίνητο χάλασε. Πρέπει να το πάμε στο συνεργείο.
break down
Συνώνυμα:  διαλύομαι
 


 3. Ο καιρός χάλασε πολύ. Μπορεί να χιονίσει.
get worse
Συνώνυμα:  χειροτερεύω
Αντώνυμα:  βελτιώνομαι φτιάχνω
 


 4. Έχετε να μου χαλάσετε 20 ευρώ;
change