Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χιλιόμετρο, το
χι-λιό-με-τρο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χιλιόμετρου/χιλιομέτρου - των χιλιόμετρων/χιλιομέτρων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το χωριό μου απέχει 3 χιλιόμετρα από την πόλη.
Σχετικές λέξεις:  χίλιοι μέτρο
kilometre