Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μέτρο, το
μέ-τρο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του μέτρου - των μέτρων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Πόσα μέτρα πλάτος έχει αυτός ο δρόμος;
Σχετικές λέξεις:  μετράω μέτρηση χιλιόμετρο θερμόμετρο υψόμετρο
metre
 


 2. Τα νέα μέτρα για την Παιδεία θα βοηθήσουν πολύ τους μαθητές.
measure
 


 3. Το μέτρο βάρους που χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα είναι το κιλό.
measure
 


 4. Βρήκα ένα παντελόνι ακριβώς στα μέτρα μου.
size