Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψυχικός, -ή, -ό
ψυ-χι-κός επίθετο



αρσενικό: ο ψυχικός
θηλυκό: η ψυχική
ουδέτερο: το ψυχικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα παιδιά έχουν αγνό ψυχικό κόσμο.
Αντώνυμα:  σωματικός
Σχετικές λέξεις:  ψυχή
mental