Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σωματικός, -ή, -ό
σω-μα-τι-κός επίθετο



αρσενικό: ο σωματικός
θηλυκό: η σωματική
ουδέτερο: το σωματικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Πρέπει να τρως σωστά, για να έχεις καλή σωματική ανάπτυξη.
Αντώνυμα:  ψυχικός
Σχετικές λέξεις:  σώμα
bodily