Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψυχρός, -ή, -ό
ψυ-χρός επίθετο



αρσενικό: ο ψυχρός
θηλυκό: η ψυχρή
ουδέτερο: το ψυχρό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Σήμερα ο καιρός είναι ψυχρός. Πρέπει να βάλεις παλτό.
Αντώνυμα:  θερμός
Σχετικές λέξεις:  ψύχρα
cold
 


 2. Τι τους έκανα κι έχουν αυτό το ψυχρό ύφος;
cold
Αντώνυμα:  θερμός