Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ωραίος, -α, -ο
ω-ραί-ος επίθετο



αρσενικό: ο ωραίος
θηλυκό: η ωραία
ουδέτερο: το ωραίο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το νησί είναι πολύ ωραίο. Γι' αυτό το επισκέπτονται πολλοί τουρίστες.
Συνώνυμα:  όμορφος
Αντώνυμα:  άσχημος
Σχετικές λέξεις:  ωραία
pretty