Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άσχημος, -η, -ο
ά-σχη-μος επίθετο



αρσενικό: ο άσχημος
θηλυκό: η άσχημη
ουδέτερο: το άσχημο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ξέρεις το παραμύθι με το άσχημο παπί;
Αντώνυμα:  ωραίος όμορφος
Σχετικές λέξεις:  άσχημα
ugly
 


 2. Όταν τρώω πολύ, έχω άσχημο ύπνο.
bad
Αντώνυμα:  καλός