Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ώριμος, -η, -ο
ώ-ρι-μος επίθετο



αρσενικό: ο ώριμος
θηλυκό: η ώριμη
ουδέτερο: το ώριμο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μόνο οι ώριμες μπανάνες είναι γλυκές.
Συνώνυμα:  γινωμένος
Αντώνυμα:  άγουρος
ripe
 


 2. Αυτός ο νέος είναι πολύ ώριμος. Έτσι αποφασίζει πάντα σωστά.
mature
 


 3. Στην αρχή συμφώνησα με την ιδέα σου. Μετά από ώριμη σκέψη, όμως, νομίζω ότι δεν είναι καλή.
due consideration