Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άγουρος, -η, -ο
ά-γου-ρος επίθετο



αρσενικό: ο άγουρος
θηλυκό: η άγουρη
ουδέτερο: το άγουρο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα βερίκοκα είναι ακόμα άγουρα. Θα τα κόψουμε την άλλη βδομάδα.
Αντώνυμα:  ώριμος γινωμένος
Σχετικές λέξεις:  αγουροξυπνημένος
unripe