Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αρχαιότητα, η
αρ-χαι-ό-τη-τα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της αρχαιότητας - των αρχαιοτήτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο Όμηρος ήταν μεγάλος ποιητής της αρχαιότητας.
Σχετικές λέξεις:  αρχαίος
antiquity
 


 2. Οι τουρίστες ήρθαν στην περιοχή για να δουν τις αρχαιότητες.
antiquities