Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αρχαίος, -α, -ο
αρ-χαί-ος επίθετο



αρσενικό: ο αρχαίος
θηλυκό: η αρχαία
ουδέτερο: το αρχαίο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στο μουσείο είδαμε πολλά αρχαία αγάλματα.
Αντώνυμα:  σύγχρονος μοντέρνος
Σχετικές λέξεις:  αρχαιότητα
ancient
αρχαίος, -α, -ο


 2. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σε πολλούς θεούς.
ancient