Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αρχάριος, -ια, -ιο
αρ-χά-ρι-ος επίθετο



αρσενικό: ο αρχάριος
θηλυκό: η αρχάρια
ουδέτερο: το αρχάριο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν πρέπει να τρέχεις, γιατί είσαι ακόμα αρχάριος οδηγός.
Αντώνυμα:  προχωρημένος
Σχετικές λέξεις:  αρχή αρχίζω αρχινάω
beginner