Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



προχωρημένος, -η, -ο
προ-χω-ρη-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο προχωρημένος
θηλυκό: η προχωρημένη
ουδέτερο: το προχωρημένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Δεν κάνει να κουράζεται, γιατί βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Σχετικές λέξεις:  προχωράω
advanced
 


 2. Η τάξη αυτή είναι για προχωρημένους μαθητές, που σπουδάζουν κιθάρα αρκετά χρόνια.
advanced
Αντώνυμα:  αρχάριος