Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ασήμαντος, -η, -ο
α-σή-μα-ντος επίθετο



αρσενικό: ο ασήμαντος
θηλυκό: η ασήμαντη
ουδέτερο: το ασήμαντο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα λάθη που έκανα ήταν ασήμαντα και δε μου κατέβασαν το βαθμό.
Αντώνυμα:  σημαντικός
unimportant