Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σημαντικός, -ή, -ό
ση-μα-ντι-κός επίθετο



αρσενικό: ο σημαντικός
θηλυκό: η σημαντική
ουδέτερο: το σημαντικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα, πήρε τη σημαντική απόφαση να μην ξαναταξιδέψει.
Συνώνυμα:  μεγάλος σπουδαίος
Αντώνυμα:  ασήμαντος
Σχετικές λέξεις:  σημαντικά σημασία
crucial