Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αδιάβαστος, -η, -ο
α-διά-βα-στος επίθετο



αρσενικό: ο αδιάβαστος
θηλυκό: η αδιάβαστη
ουδέτερο: το αδιάβαστο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι καλοί μαθητές σπάνια είναι αδιάβαστοι.
Αντώνυμα:  διαβασμένος μελετημένος
Σχετικές λέξεις:  διαβάζω
unprepared