Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διαβάζω
δια-βά-ζω ρήμα



Αόριστος: διάβασα
Μετοχή: διαβασμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα σας διαβάσω μια αστεία ιστορία με τα ζώα του δάσους.
Σχετικές λέξεις:  διάβασμα αδιάβαστος
read
διαβάζω


 2. Θα διαβάσω όλα τα μαθήματά μου και μετά θα παίξω.
study
Συνώνυμα:  μελετάω
 


 3. Δες: διαβάζομαι.