Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βάφω
βά-φω ρήμα



Αόριστος: έβαψα
Μετοχή: βαμμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Οι μπογιατζήδες έβαψαν όλο το σπίτι σε τρεις μέρες.
Συνώνυμα:  μπογιατίζω
Σχετικές λέξεις:  βάψιμο
paint
βάφω


 2. Κάποτε είχε καστανά μαλλιά, αλλά τώρα τα έβαψε ξανθά.
dye
 


 3. Δες: βάφομαι.