Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βάψιμο, το
βά-ψι-μο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του βαψίματος - των βαψιμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Για το βάψιμο του σπιτιού χρειαζόμαστε πολλά κιλά μπογιά.
Σχετικές λέξεις:  βάφω
painting
 


 2. Το βάψιμο είναι απαραίτητο, για να βγουν οι παρουσιαστές στην τηλεόραση.
make-up