Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αδιόρθωτος, -η, -ο
α-δι-όρ-θω-τος επίθετο



αρσενικό: ο αδιόρθωτος
θηλυκό: η αδιόρθωτη
ουδέτερο: το αδιόρθωτο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το κείμενο είναι ακόμα αδιόρθωτο. Γι' αυτό έχει κάποια λάθη.
Αντώνυμα:  διορθωμένος
Σχετικές λέξεις:  διορθώνω
uncorrected
 


 2. Η αδελφή μου είναι αδιόρθωτη. Πάντα αργεί στα ραντεβού της.
incorrigible