Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διορθώνω
δι-ορ-θώ-νω ρήμα



Αόριστος: διόρθωσα
Μετοχή: διορθωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο δάσκαλος διόρθωσε τα διαγωνίσματά μας. Όλοι πήραμε καλούς βαθμούς.
Σχετικές λέξεις:  αδιόρθωτος
correct
 


 2. Φωνάξαμε υδραυλικό, για να διορθώσει τη βρύση.
repair
Συνώνυμα:  φτιάχνω
 


 3. Δες: διορθώνομαι.