Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αειθαλής, -ής, -ές
α-ει-θα-λής επίθετο



αρσενικό: ο αειθαλής
θηλυκό: η αειθαλής
ουδέτερο: το αειθαλές
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το κυπαρίσσι είναι αειθαλές δέντρο.
Αντώνυμα:  φυλλοβόλος
evergreen