Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



φυλλοβόλος, -α, -ο
φυλ-λο-βό-λος επίθετο



αρσενικό: ο φυλλοβόλος
θηλυκό: η φυλλοβόλα
ουδέτερο: το φυλλοβόλο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο πλάτανος είναι φυλλοβόλο δέντρο.
Αντώνυμα:  αειθαλής
Σχετικές λέξεις:  φύλλο
deciduous