Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βουνό, το
βου-νό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του βουνού - των βουνών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είναι δύσκολο να ανέβουμε το βουνό με τα πόδια.
Σχετικές λέξεις:  παγόβουνο
mountain
βουνό