Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



παγόβουνο, το
πα-γό-βου-νο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του παγόβουνου - των παγόβουνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στην Ανταρκτική υπάρχουν τεράστια παγόβουνα.
Σχετικές λέξεις:  πάγος βουνό
iceberg