Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κέρμα, το
κέρ-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του κέρματος - των κερμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μου δίνεις ένα κέρμα, για να τηλεφωνήσω;
Συνώνυμα:  νόμισμα
Münze