Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νόμισμα, το
νό-μι-σμα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του νομίσματος - των νομισμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Βρήκα ένα νόμισμα στο δρόμο.
Συνώνυμα:  κέρμα
Σχετικές λέξεις:  χαρτονόμισμα
Münze
νόμισμα


 2. Το νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ευρώ.
Währung