Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αβγοθήκη, η
α-βγο-θή-κη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της αβγοθήκης - των αβγοθηκών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Για να φάω το βραστό αβγό, το βάζω στην αβγοθήκη.
Σχετικές λέξεις:  αβγό θήκη
Eierbecher
αβγοθήκη