Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θήκη, η
θή-κη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της θήκης - των θηκών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Βάζω πάντα τα γυαλιά μου στη θήκη τους για να μη σπάσουν.
Σχετικές λέξεις:  βιβλιοθήκη μαξιλαροθήκη πιατοθήκη αβγοθήκη
Etui
θήκη