Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαντίλι, το
μα-ντί-λι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του μαντιλιού - των μαντιλιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η γιαγιά μου φοράει στο κεφάλι ένα κεντητό μαντίλι.
Σχετικές λέξεις:  τραπεζομάντιλο χαρτομάντιλο
Tuch, Kopftuch
μαντίλι