Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαρτομάντιλο, το
χαρ-το-μά-ντι-λο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χαρτομάντιλου - των χαρτομάντιλων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μου δίνεις ένα χαρτομάντιλο, γιατί τρέχει η μύτη μου;
Σχετικές λέξεις:  χαρτί μαντίλι
Papiertaschentuch
χαρτομάντιλο