Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαξιλαροθήκη, η
μα-ξι-λα-ρο-θή-κη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μαξιλαροθήκης
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η μαξιλαροθήκη είναι μια υφασμάτινη θήκη για τα μαξιλάρια.
Σχετικές λέξεις:  μαξιλάρι θήκη
Kopfkissenbezug