Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μαξιλαροπόλεμος, ο
μα-ξι-λα-ρο-πό-λε-μος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του μαξιλαροπόλεμου
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είμαστε επτά αδέλφια και μας αρέσει να παίζουμε μαξιλαροπόλεμο κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε.
Σχετικές λέξεις:  μαξιλάρι πόλεμος
Kissenschlacht