Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πόλεμος, ο
πό-λε-μος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του πολέμου - των πολέμων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος άρχισε το 1940.
Αντώνυμα:  ειρήνη
Σχετικές λέξεις:  πολεμάω πολεμικός πολεμιστής μαξιλαροπόλεμος χαρτοπόλεμος χιονοπόλεμος
Krieg