Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μύγα, η
μύ-γα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μύγας - των μυγών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η μύγα είναι ένα ενοχλητικό έντομο.
Σχετικές λέξεις:  χρυσόμυγα
Fliege
μύγα