Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πιατέλα, η
πια-τέ-λα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της πιατέλας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Θα βάλω το φαγητό σε μια μεγάλη πιατέλα, στο κέντρο του τραπεζιού.
Σχετικές λέξεις:  πιάτο
Platte